- αλλοτεσινός
- αλλοτιν||ός, ή , ό1) прежний, прошлый; тогдашний (разг );
αλλοτεσινοί καιροί — прежние времени, прошлое;
2) бывший;ο αλλοτεσινός πρόεδρος — бывший председатель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλλοτεσινοί καιροί — прежние времени, прошлое;
ο αλλοτεσινός πρόεδρος — бывший председатель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλλοτεσινός — ή, ό [άλλοτες] ο αλλοτινός* … Dictionary of Greek
άλλοτε — επίρρ. (Α ἄλλοτε) (Ν και άλλοτες Μ και ἀλλότες) (για παρελθόν ή μέλλον, συνήθως επαναλαμβανόμενο) σε άλλο χρόνο, άλλη ώρα, άλλη περίσταση, άλλη φορά αρχ. 1. σε συνδυασμό με άλλα επιρρήματα ή με την αντωνυμία ἄλλος «ἄλλως ἄλλοτε», άλλοτε με αυτόν… … Dictionary of Greek
αλλοτινός — αλλοτινός, ή, ό και αλλοτεσινός, ή, ό αυτός που ανήκει σ άλλη εποχή, περασμένος: Αλλοτινοί άνθρωποι, αλλοτινά έθιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)